μεταπτώσεις

μεταπτώσεις
μετάπτωσις
change
fem nom/voc pl (attic epic)
μετάπτωσις
change
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιλογής, κανόνες — Κανόνες που καθορίζουν τις δυνατές μεταπτώσεις ατόμων, μορίων, πυρήνων ατόμων, στοιχειωδών σωματίων από μία κβαντική ενεργειακή κατάσταση σε μία άλλη. Από τη μελέτη των φασμάτων εκπομπής διεγερμένων αερίων προκύπτει ότι δεν είναι δυνατές οι… …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • Ζέεμαν, Πίτερ — (Pieter Zeeman, Ζόνεμαϊρ 1865 – Άμστερνταμ 1943). Ολλανδός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν, όπου δίδαξε προτού γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ. Ξεκινώντας από τα πειράματα πάνω στο φαινόμενο Φαραντέι και από τις… …   Dictionary of Greek

  • PHARSIRIS — apud Strabonem ex Ctesia l. 16. Αἱ δε τῶ ὀνομάτων μεταπτώσεις καὶ μάλιςτα τῶ βαρβαρικῶν πολλαί, καθάπερ τὸν Δαριάυην Δαρεῖον ἐκάλεσαν, τὴν δε Φάρσιριν Παρύσατιν, Ἀταργάτιν δε τὴν Ἀθάραν, Δερκετὼ δὲ ἀυτὴν Κρησίας καλεῖ. Mutationes autem nominum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αδιάπτωτος — η, ο (Α ἀδιάπτωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, σταθερός, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκής («αδιάπτωτη προσοχή») αρχ. αυτός που δεν υποπίπτει σε σφάλματα, αλάνθαστος, τέλειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαπίπτω. ΠΑΡ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

  • γεωτεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας που εξετάζει το σχήμα και τη μορφή με την οποία συναρμόζονται τα διάφορα πετρώματα για να σχηματίσουν τα ενιαία σύνολα που αποτελούν τα διάφορα μέρη του στερεού φλοιού της Γης. Ερευνά επίσης τις διάφορες παραμορφώσεις και τα… …   Dictionary of Greek

  • εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται …   Dictionary of Greek

  • κυκλοθυμία — Ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από κυκλικές μεταπτώσεις διάθεσης ανάμεσα σε δύο πόλους, τη χαρά και τη λύπη. Η κ. μπορεί να χαρακτηριστεί φυσιολογική, αν η ένταση της χαράς και της λύπης δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με τα γεγονότα που… …   Dictionary of Greek

  • λοχεία — Το χρονικό διάστημα που κυμαίνεται από το τέλος του τοκετού μέχρι την επάνοδο των γεννητικών οργάνων και του οργανισμού της γυναίκας στην πριν από την εγκυμοσύνη κατάσταση. Συνήθως η λ. διαρκεί 3 6 εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων απαιτείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”